σκλήρυνση

σκλήρυνση
η
το να γίνει κάτι σκληρό: Αναμένεται σκλήρυνση της στάσης της κυβέρνησης προς τους εργαζομένους. – Η σκλήρυνση ορισμένων μετάλλων πετυχαίνεται με την πρόσμειξή τους με άλλα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκλήρυνση — η / σκλήρυνσις, ύνσεως, ΝΑ [σκληρύνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκληρύνω, η μετατροπή τής σύστασης ενός σώματος προς το σκληρότερο νεοελλ. 1. μτφ. α) η μεταβολή τής συμπεριφοράς ενός ατόμου προς το αυστηρότερο β) η τροπή τής διάθεσης ή τής …   Dictionary of Greek

  • σκλήρυνση κατά πλάκας — (Ιατρ.). Χρόνια νόσος του εγκεφαλονωτιαίου μυελού, χαρακτηριζόμενη ανατομικά από περιοδική καταστροφή και ανάπλαση της μυελίνης ουσίας των νευραξόνων· κλινικά χαρακτηρίζεται από μεγάλο αριθμό συμπτωμάτων, από τα οποία περισσότερο σημαντικά είναι… …   Dictionary of Greek

  • μυατροφική πλάγια σκλήρυνση — (Ιατρ.). Λέγεται και νόσος του Σαρκό. Είναι η συχνότερη και η πιο μοιραία νόσος του νευρικού συστήματος στους ενήλικες. Χαρακτηρίζεται από τον συνδυασμό μυατροφικής παράλυσης ποικίλλων βαθμών εξαιτίας προσβολής των κινητικών κυττάρων των προσθίων …   Dictionary of Greek

  • κράμα — Μεταλλικό προϊόν, το οποίο αποτελείται από δύο ή περισσότερα στοιχεία και έχει τη μορφή στερεού διαλύματος, διαμεταλλικής ένωσης ή μείγματος μεταλλικών φάσεων. Τα κ. σχηματίζονται με ανάμειξη των μετάλλων σε κατάσταση τήξης, για να δώσουν, μετά… …   Dictionary of Greek

  • αρτηριοσκλήρωση — και σκλήρυνση, η νόσος των αρτηριών που οφείλεται σε εναπόθεση λιπαρών ουσιών στον έσω χιτώνα ή σε σκλήρυνση του μέσου χιτώνα με εναπόθεση ασβεστίου ή σκλήρυνση των μικρών αρτηριών …   Dictionary of Greek

  • σκληρυντικός — ή, ό / σκληρυντικός, ή, όν, ΝΑ [σκληρύνω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σκλήρυνση και, κυρίως, αυτός που συντελεί στη σκλήρυνση νεοελλ. ανατ. χαρακτηρισμός ιστού που υπέστη σκλήρυνση ως συνέπεια παθολογικής ανάπτυξης ινωδών συνδετικών… …   Dictionary of Greek

  • κονιάματα — Ουσίες, οι οποίες όταν αναμειχθούν με άμμο, σκύρα ή ηφαιστειογενή χώματα χρησιμεύουν στην παρασκευή της αμμοκονίας και του σκυροδέματος. Είδη κ. είναι ο ασβέστης, τα τσιμέντα και οι γύψοι, υλικά με διαφορετικές, μεταξύ τους, ιδιότητες. Ο ασβέστης …   Dictionary of Greek

  • Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… …   Dictionary of Greek

  • Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… …   Dictionary of Greek

  • λινίτιδα — η ιατρ. 1. παλαιότερη ονομασία μιας μορφής χρόνιας γαστρίτιδας, που χαρακτηρίζεται από σημαντική πάχυνση και σκλήρυνση τού τοιχώματος τού στομάχου 2. φρ. «πλαστική λινίτιδα» είδος καρκίνου τού στομάχου με αργή εξέλιξη, κατά τον οποίο η έντονη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”